χοιράδα

χοιράδα
[-ας (-άδος)] η
1) риф; 2) πλ. золотуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χοιράδα" в других словарях:

  • χοιράδα — η 1. σκόπελος που μόλις εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας. 2. στον πληθ., χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση των αδένων του λαιμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιράδα — χοιράς like a hog fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράδ' — χοιράδα , χοιράς like a hog fem acc sg χοιράδι , χοιράς like a hog fem dat sg χοιράδε , χοιράς like a hog fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHOERADES — I. CHOERADES et Pharon insulas in Alexandria Aegypti appellatas, sciunt omnes, inquit Hermolaus, in Plin. Sunt etiam Choerades, insulae Italicae: Thucydidi, l. 7. in mari Ionio, iuxta Iapygium promontorium. Item insulae, sive petrae Ponti Euxini… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χοιραδισμός — ο, Ν χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράδα + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»